ηεροφοίτις

ηεροφοίτις
ἠεροφοῑτις, -οίτιδος, ἡ (Α)
1. αυτή που περπατά στο σκοτάδι αθέατη («ἠεροφοῑτις Έρινύς», Ομ. Ιλ.)
2. (για τη σελήνη) αυτή που διαπερνά, που διασχίζει τον αέρα
3. αυτή που κινείται στον αέρα, που πετά στον αέρα («ἠεροφοῑτις μέλισσα», Ψ. Φωκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηερο-, ιων. τ. τού αερο- (< αήρ, πρβλ. ιων. γεν. ηέρος) + -φοίτις, θηλ. τού -φοίτης < φοιτώ ή, κατ' άλλη άποψη, < αμάρτυρο *φοίτᾱ (πρβλ. α-κοίτης < κοίτη)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἠεροφοῖτις — walking in darkness fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠεροφοῖτι — ἠεροφοῖτις walking in darkness fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ερεβοφοίτις — ἐρεβοφοῑτις, ἡ (Α) αυτή που συχνάζει στο έρεβος (Σχολ. Ιλ., για ερμηνεία τής λέξης ἠεροφοῑτις, προκειμένου για Ερινύα). [ΕΤΥΜΟΛ. < έρεβος + φοίτις (< φοιτώ)] …   Dictionary of Greek

  • ηερόφοιτος — ἠερόφοιτος και ἠερίφοιτος, ον (Α) 1. (για πτηνά) αυτός που συχνάζει ή πλανιέται στον αέρα 2. (για τη σελήνη) ἠεροφοῑτις* που πλανιέται στον αέρα, που διέρχεται διά μέσου τού αέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηερο ιων. τ. τού αερο (< αήρ, πρβλ. ιων. γεν.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”